πρωινή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρωινή | ||
γενική | της | πρωινής | ||
αιτιατική | την | πρωινή | ||
κλητική | πρωινή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωινή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρωινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωινή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λογοτεχνικό, παρωχημένο) το πρωί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωινή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρωινή