Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταχνιά οι καταχνιές
      γενική της καταχνιάς των καταχνιών
    αιτιατική την καταχνιά τις καταχνιές
     κλητική καταχνιά καταχνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταχνιά < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καταχνιά θηλυκό

  • αραιή ομίχλη ή παρόμοιο καιρικό φαινόμενο που μειώνει λίγο την ορατότητα στην ατμόσφαιρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία