→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπνοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπνοφόρος < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική somnifère [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pnoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πνο‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπνοφόρος, -ος, -ο

  • που φέρνει ύπνο
    ο Γιάννης αναγκάζεται να παίρνει υπνοφόρα χάπια για να κοιμηθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία