soporific
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
soporific < (άμεσο δάνειο) γαλλική soporifique < λατινική sopor (βαθύς ύπνος) [1]
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
soporific (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- το υπνωτικό
Αναφορές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- soporific - Cambridge Dictionary online