Ετυμολογία

επεξεργασία

soporific < (άμεσο δάνειο) γαλλική soporifique < λατινική sopor (βαθύς ύπνος) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌsɒp.əˈɹɪf.ɪk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌsɑː.pəˈrɪf.ɪk/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο

επεξεργασία

soporific (en)

  1. υπνωτικός
  2. (μεταφορικά) βαρετός, ανιαρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. soporific - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)