γαλατσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλατσίδα < μεσαιωνική ελληνική γαλατσίδα < γαλατσίς < (ελληνιστική κοινή) γαλακτίς < αρχαία ελληνική γάλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλατσίδα θηλυκό
- (φυτό) αγριόχορτο που περιέχει γαλακτώδη χυμό
- (φυτό) φυτό που ανήκει στην οικογένεια ευφορβιιδών (ευφορβία η ακανθόθαμνη)
- (φυτό) το φυτό περικοκλάδα
- (φυτό) το φυτό τιθύμαλλος, φλόμος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλατσίδα
|