Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλατσίδα οι γαλατσίδες
      γενική της γαλατσίδας των γαλατσίδων
    αιτιατική τη γαλατσίδα τις γαλατσίδες
     κλητική γαλατσίδα γαλατσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλατσίδα < μεσαιωνική ελληνική γαλατσίδα < γαλατσίς < (ελληνιστική κοινήγαλακτίς < αρχαία ελληνική γάλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλατσίδα θηλυκό

  1. (φυτό) αγριόχορτο που περιέχει γαλακτώδη χυμό
  2. (φυτό) φυτό που ανήκει στην οικογένεια ευφορβιιδών (ευφορβία η ακανθόθαμνη)
  3. (φυτό) το φυτό περικοκλάδα
  4. (φυτό) το φυτό τιθύμαλλος, φλόμος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία