ελλέβορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελλέβορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑλλέβορος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελλέβορος αρσενικό
- (βοτανική) πολυετές φυτό με τοξικές ιδιότητες, που χρησιμοποιόταν για θεραπευτικούς λόγους
- ※ Παραθέτοντας τα στοιχεία της μελέτης (...) ισχυρίζονται ότι ο μέγας στρατηλάτης είναι πιθανόν να δηλητηριάστηκε από το γνωστό στην αρχαιότητα φυτό ελλέβορος. (...) Το δηλητηριώδες φυτό ελλέβορος το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ως βότανο κατά του εμετού. Σε μεγαλύτερη ποσότητα μπορούσε να επιφέρει βραδύ θάνατο. (enet.gr)