Δείτε επίσης: ἐλλέβορος, ελλέβορος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑλλέβορος οἱ ἑλλέβοροι
      γενική τοῦ ἑλλεβόρου τῶν ἑλλεβόρων
      δοτική τῷ ἑλλεβόρ τοῖς ἑλλεβόροις
    αιτιατική τὸν ἑλλέβορον τοὺς ἑλλεβόρους
     κλητική ! ἑλλέβορε ἑλλέβοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλλεβόρω
γεν-δοτ τοῖν  ἑλλεβόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία