αγλέουρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγλέουρας | οι | αγλέουρες |
γενική | του | αγλέουρα | — | |
αιτιατική | τον | αγλέουρα | τους | αγλέουρες |
κλητική | αγλέουρα | αγλέουρες | ||
Σπάνιος ο πληθυντικός. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγλέουρας < *αλέουρος < *αλέβουρος < *ελέβουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἑλλέβορος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγλέουρας αρσενικό
- (φυτό) ποώδες δηλητηριώδες φυτό (επιστημονικό όνομα Helleborus cyclophyllus) με οδοντωτά φύλλα και κιτρινοπράσινα άνθη
- (φυτό) το δηλητηριώδες φυτό Euphorbia biglandulosa, που ανήκει στο γένος Ευφορβία και στην οικογένεια των Ευφορβιδών
- (λαϊκότροπο, μεταφορικά) υπερβολική ποσότητα φαγητού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- τρώω τον αγλέουρα: (από το τρώω μέχρι και τον αγλέουρα) τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού
- να βγάλεις τον αγλέουρα! : να σκάσεις!
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγλέουρας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγλέουρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας