άμπακος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμπακος | οι | άμπακοι |
γενική | του | άμπακου | των | άμπακων |
αιτιατική | τον | άμπακο | τους | άμπακους |
κλητική | άμπακο | άμπακοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άμπακος < άμπακ(ας) + -ος < (άμεσο δάνειο) ιταλική abbaco < λατινική abacus < αρχαία ελληνική ἄβαξ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
άμπακος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη άμπακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
άμπακος
→ δείτε τη λέξη άμπακας |