↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άμπακας οι άμπακες
      γενική του άμπακα των άμπακων
    αιτιατική τον άμπακα τους άμπακες
     κλητική άμπακα άμπακες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άμπακας < (άμεσο δάνειο) ιταλική abbacc(o) + -ας < λατινική abacus < αρχαία ελληνική ἄβαξ (αντιδάνειο) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άμπακας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία