άμπακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άμπακας | οι | άμπακες |
γενική | του | άμπακα | των | άμπακων |
αιτιατική | τον | άμπακα | τους | άμπακες |
κλητική | άμπακα | άμπακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμπακας < (άμεσο δάνειο) ιταλική abbacc(o) + -ας < λατινική abacus < αρχαία ελληνική ἄβαξ (αντιδάνειο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμπακας αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του άβακας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άμπακας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άμπακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας