σουπιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουπιά | οι | σουπιές |
γενική | της | σουπιάς | των | σουπιών |
αιτιατική | τη | σουπιά | τις | σουπιές |
κλητική | σουπιά | σουπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουπιά < αρχαία ελληνική σηπία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασουπιά θηλυκό
- θαλάσσιο εδώδιμο μαλάκιο που ανήκει στα κεφαλόποδα (στην τάξη των δεκάποδων) και εκτοξεύει μελάνι όταν βρίσκεται σε κίνδυνο
- (συνεκδοχικά) φαγητό με βάση το κρέας αυτού του μαλάκιου
- (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος
- μην τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, είναι μια σουπιά αυτός ...
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σουπιά στη Βικιπαίδεια