Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sepia < αρχαία ελληνική σηπία (σουπιά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sepia (la) θηλυκό

  1. σουπιά
  2. μελάνι από σουπιά