Δείτε επίσης: τοπίο, όποιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όπιο τα όπια
      γενική του όπιου
οπίου
των όπιων
οπίων
    αιτιατική το όπιο τα όπια
     κλητική όπιο όπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όπιο < ελληνιστική κοινή ὄπιον < αρχαία ελληνική ὀπός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.pi.o/
παρώνυμο: όποιο (με δύο συλλαβές)
τονικό παρώνυμο: οποίο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όπιο ουδέτερο

  1. είδος ναρκωτικού που παράγεται από κάποιο είδος παπαρούνας με κατάλληλη επεξεργασία
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε σε αποκοιμίζει και σε εφησυχάζει, στρέφοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον σου από τα σημαντικά σε ασήμαντα και δευτερεύοντα
    Στα χρόνια του Μαρξ, το όπιο του λαού ήταν η θρησκεία. Σήμερα είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία