↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπιούχος η οπιούχα το οπιούχο
      γενική του οπιούχου της οπιούχας του οπιούχου
    αιτιατική τον οπιούχο την οπιούχα το οπιούχο
     κλητική οπιούχε οπιούχα οπιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπιούχοι οι οπιούχες τα οπιούχα
      γενική των οπιούχων των οπιούχων των οπιούχων
    αιτιατική τους οπιούχους τις οπιούχες τα οπιούχα
     κλητική οπιούχοι οπιούχες οπιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπιούχος < όπιο + -ούχος ( < έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

οπιούχος, -α / -ος, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία