opio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- opio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opio | opioj |
αιτιατική | opion | opiojn |
opio (eo)
- το όπιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opio | opioj |
αιτιατική | opion | opiojn |
opio (eo)