εφησυχάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφησυχάζω < ελληνιστική κοινή ἐφησυχάζω
Ρήμα
επεξεργασίαεφησυχάζω
- (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ για κάτι και έτσι δε βρίσκομαι σε ετοιμότητα να αντιδράσω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πάψει να ανησυχεί και να μη βρίσκεται σε ετοιμότητα
Συγγενικά
επεξεργασία- εφησύχαση
- εφησυχασμός
- εφησυχαστικά
- εφησυχαστικός
- → δείτε τις λέξεις επί, ησυχάζω και ήσυχος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εφησυχάζω