• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφησυχασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφησυχασμός οι εφησυχασμοί
      γενική του εφησυχασμού των εφησυχασμών
    αιτιατική τον εφησυχασμό τους εφησυχασμούς
     κλητική εφησυχασμέ εφησυχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εφησυχασμός < εφησυχάζω + -μός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εφησυχασμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εφησυχάζω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εφησύχαση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εφησυχασμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφησυχασμός&oldid=5475059"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:40
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:40.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie