• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφησυχασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφησυχασμός οι εφησυχασμοί
      γενική του εφησυχασμού των εφησυχασμών
    αιτιατική τον εφησυχασμό τους εφησυχασμούς
     κλητική εφησυχασμέ εφησυχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφησυχασμός < εφησυχάζω + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφησυχασμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εφησυχάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • εφησύχαση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφησυχασμός
  • αγγλικά : complacency (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφησυχασμός&oldid=6718696"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Μαΐου 2024, στις 14:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Μαΐου 2024, στις 14:31.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας