• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφησύχαση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφησύχαση οι εφησυχάσεις
      γενική της εφησύχασης* των εφησυχάσεων
    αιτιατική την εφησύχαση τις εφησυχάσεις
     κλητική εφησύχαση εφησυχάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφησυχάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εφησύχαση < μεσαιωνική ελληνική εφησύχασις < (ελληνιστική κοινή) ἐφησυχάζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εφησύχαση θηλυκό

  • (σπάνιο) άλλη μορφή του εφησυχασμός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εφησύχαση
  • → δείτε τη λέξη εφησυχασμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφησύχαση&oldid=5269020"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:16
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:16.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie