εφησυχαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εφησυχαστικός
- που έχει σχέση με τον εφησυχασμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον προκαλεί
επεξεργασία
- εφησυχαστικά
- → δείτε τις λέξεις εφησυχάζω και ήσυχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφησυχαστικός
|