Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η οπιοφάγος το οπιοφάγο
      γενική του/της οπιοφάγου του οπιοφάγου
    αιτιατική τον/την οπιοφάγο το οπιοφάγο
     κλητική οπιοφάγε οπιοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπιοφάγοι τα οπιοφάγα
      γενική των οπιοφάγων των οπιοφάγων
    αιτιατική τους/τις οπιοφάγους τα οπιοφάγα
     κλητική οπιοφάγοι οπιοφάγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπιοφάγος < όπι(ο) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

οπιοφάγος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία