sumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sumo | sumoj |
αιτιατική | sumon | sumojn |
sumo (eo)
Παράγωγα
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsumo (pt)