Saft
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Saft | die Säfte |
γενική | des Safts des Saftes |
der Säfte |
δοτική | dem Saft dem Safte |
den Säften |
αιτιατική | den Saft | die Säfte |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Saft < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική saf < πρωτογερμανική *sapą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sap- (γεύομαι)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Saft (de) αρσενικό
- (ποτό) χυμός φτιαγμένος από φρούτα ή λαχανικά
- Ich trinke einen Saft.
- Πίνω έναν χυμό.
- Ich trinke einen Saft.
- (βοτανική) ο χυμός δέντρου
- ο ζωμός
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Apfelsaft
- Bananensaft
- Erdbeersaft
- Fruchtsaft
- Gemüsesaft
- Kirschesaft
- Magensaft
- Obstsaft
- Orangensaft
- Tomatensaft
- Zitronensaft
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Saft στη γερμανική Βικιπαίδεια