juice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
juice | juices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαjuice (en)
- ο χυμός, το ζουμί, το υγρό που προέρχεται από φρούτα ή λαχανικά
- ⮡ orange/tomato juice - χυμός πορτοκαλιού/ντομάτας
- ⮡ We are squeezing the lemons well, until all of their juice comes out.
- Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ζουμί.
- ⮡ I squeeze the juice out of an orange.
- Βγάζω το ζουμί από ένα πορτοκάλι.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- juice - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 355, 981. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζουμί, χυμός