ενικός         πληθυντικός  
juice juices

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

juice (en)

  • ο χυμός, το ζουμί, το υγρό που προέρχεται από φρούτα ή λαχανικά
    ⮡  orange/tomato juice - χυμός πορτοκαλιού/ντομάτας
    ⮡  We are squeezing the lemons well, until all of their juice comes out.
    Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ζουμί.
    ⮡  I squeeze the juice out of an orange.
    Βγάζω το ζουμί από ένα πορτοκάλι.