ντοματοχυμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντοματοχυμός αρσενικό
- (γαστρονομία): ο χυμός της ντομάτας.
- αναψυκτικό από χυμό ντομάτας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντοματοχυμός
|