ντοματοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντοματοφαγία < ντομάτ(α) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντοματοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντοματοφαγία
|