↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντοματοφαγία οι ντοματοφαγίες
      γενική της ντοματοφαγίας των ντοματοφαγιών
    αιτιατική την ντοματοφαγία τις ντοματοφαγίες
     κλητική ντοματοφαγία ντοματοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντοματοφαγία < ντομάτ(α) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντοματοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία