αγγουροντομάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγουροντομάτα | οι | αγγουροντομάτες |
γενική | της | αγγουροντομάτας | — | |
αιτιατική | την | αγγουροντομάτα | τις | αγγουροντομάτες |
κλητική | αγγουροντομάτα | αγγουροντομάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγουροντομάτα < αγγούρ(ι) + -ο- + ντομάτα (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡu.ɾo.doˈma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γου‐ρο‐ντο‐μά‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγουροντομάτα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγγουροντομάτα
→ δείτε τη λέξη αγγουροντοματοσαλάτα |