↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντοματοσαλάτα οι ντοματοσαλάτες
      γενική της ντοματοσαλάτας των ντοματοσαλατών
    αιτιατική την ντοματοσαλάτα τις ντοματοσαλάτες
     κλητική ντοματοσαλάτα ντοματοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ντοματοσαλάτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντοματοσαλάτα < ντομάτα + σαλάτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντοματοσαλάτα και τοματοσαλάτα θηλυκό

  • (γαστρονομία): σαλάτα από ντομάτες και ίσως άλλα λαχανικά (ψιλοκομμένα κρεμμύδια, αγγούρια, πράσινες πιπεριές) με προσθήκη αλατιού και ελαιόλαδου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία