Δείτε επίσης: Πατσάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατσάς οι πατσάδες
      γενική του πατσά των πατσάδων
    αιτιατική τον πατσά τους πατσάδες
     κλητική πατσά πατσάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατσάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική paça + [1] < περσική پاچه (pāça)
 
Ένα πιάτο με πατσά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈt͡sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τσάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατσάς αρσενικό

  1. το στομάχι και τα πόδια
    αρνίσιος πατσάς
    μοσχαρίσιος πατσάς
    χοιρινός πατσάς
  2. (συνεκδοχικά) χειμωνιάτικη σούπα που παρασκευάζεται με τα παραπάνω υλικά με ευεργετικές ιδιότητες για το στομάχι (θεωρείται ιδανικό φαγητό κατόπιν έντονης οινοποσίας). Έχει έντονη μυρωδιά και σερβίρεται με λεμόνι ή σκορδοστούμπι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία