Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατσατζής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πατσατζ
ής
οι
πατσατζ
ήδες
γενική
του
πατσατζ
ή
των
πατσατζ
ήδων
αιτιατική
τον
πατσατζ
ή
τους
πατσατζ
ήδες
κλητική
πατσατζ
ή
πατσατζ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πατσατζής
< (
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
paçacı
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pa.t͡saˈd͡zis
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατσατζής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που παρασκευάζει και πουλάει τον
πατσά
Συγγενικά
επεξεργασία
πατσάς
πατσατζίδικο