πατσίτσες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατσίτσες < πατσάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατσίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πατσίτσες αρνίσιες κοκκινιστές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πατσάς
πατσίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό