γκασπάτσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γκασπάτσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική gazpacho
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκασπάτσο ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) παραδοσιακή σούπα της Ισπανίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
γκασπάτσο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκασπάτσο
λατινικά : gazophylacium (la) |