Δείτε επίσης: Λα Πας, Λαπάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαπάς οι λαπάδες
      γενική του λαπά των λαπάδων
    αιτιατική τον λαπά τους λαπάδες
     κλητική λαπά λαπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική lâpa < αρμενική lap’ (νερουλή τροφή για σκύλους, λαπάς για μωρά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈpas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαπάς αρσενικό

  1. νερόβραστο χυλωμένο ρύζι
  2. (κατ’ επέκταση) παραβρασμένο φαγητό
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος νωθρός, χωρίς ενεργητικότητα, σθένος, ενδιαφέρον

  Μεταφράσεις επεξεργασία