λαπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαπάς | οι | λαπάδες |
γενική | του | λαπά | των | λαπάδων |
αιτιατική | τον | λαπά | τους | λαπάδες |
κλητική | λαπά | λαπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική lâpa < αρμενική lap’ (νερουλή τροφή για σκύλους, λαπάς για μωρά)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαπάς αρσενικό
- νερόβραστο χυλωμένο ρύζι
- (κατ’ επέκταση) παραβρασμένο φαγητό
- (μεταφορικά) άνθρωπος νωθρός, χωρίς ενεργητικότητα, σθένος, ενδιαφέρον
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαπάς