ρύζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρύζι | τα | ρύζια |
γενική | του | ρυζιού | των | ρυζιών |
αιτιατική | το | ρύζι | τα | ρύζια |
κλητική | ρύζι | ρύζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρύζι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρύζι < ελληνιστική κοινή ὀρύζιον (υποκοριστικό) < αρχαία ελληνική ὄρυζα < πιθανόν ανατολικής προέλευσης: αρχαία περσική *vrinǰi- < παστό وريژې < σανσκριτική व्रीहि (vrīhí)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρύζι ουδέτερο
- (φυτό) φυτό που ανήκει στα δημητριακά, είδους Oryza sativa της οικογένειας των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae)
- (τρόφιμο, γαστρονομία) φαγητό με βρασμένους τους επεξεργασμένους σπόρους αυτού του φυτού
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- βράσε ρύζι / βράσε όρυζα : όταν μια κατάσταση δεν διορθώνεται
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ρύζι στη Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
επεξεργασία- όπως με τα περισσότερα δημητριακά (στάρι, καλαμπόκι κλπ) χρησιμοποιούμε τον ενικό για την τροφή και το πιάτο (= σερβιρισμένη μερίδα) σε αντίθεση με τα λοιπά φαγώσιμα που χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό (φασόλια, μακαρόνια κλπ)