Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pilav < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική پلاو (pilav) < περσική پلاو (pelâv) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈlav/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pi‐lav

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pilav (tr)

  1. (γαστρονομία) το πιλάφι

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. pilav - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν