πιλάφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιλάφι | τα | πιλάφια |
γενική | του | πιλαφιού | των | πιλαφιών |
αιτιατική | το | πιλάφι | τα | πιλάφια |
κλητική | πιλάφι | πιλάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιλάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پلاو (τουρκική γλώσσα pilav) + -ι < περσική پلاو (pelâv) < χίντι पुलाव (pulāv) < σανσκριτική पुलाक (pulāka)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈla.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λά‐φι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιλάφι ουδέτερο
- (φαγητά) μαγειρεμένο ρύζι
- (στρατιωτική αργκό, μειωτικό) υπαξιωματικός (μόνιμος) του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
Συγγενικά
επεξεργασία- ατζέμ πιλάφι (μαγειρεμένο σε ζωμό κρέατος)
- πιλαφίζω
- πιλάφισμα
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ρύζι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ pilaf#English στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Δημοφιλές στιχούργημα με ρίμα των κληρωτών του πολεμικού ναυτικού που αναμένουν την ολοκλήρωση της θητείας τους.