καραβανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραβανάς < καραβάν(α) + άς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾa.vaˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα‐βα‐νάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβανάς αρσενικό
- (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) έφεδρος στρατιώτης ή υπαξιωματικός που παρέμεινε σαν μόνιμος στο στράτευμα
- (μειωτικό, στρατιωτικός όρος) μόνιμο στέλεχος ανεξαρτήτως προελεύσεως και βαθμού (Αξιωματικός ή Υπαξιωματικός) με κακή νοοτροπία.
- (γενικότερα) κάθε μόνιμος στρατιωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραβανάς
|