πιλαφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιλαφίζω < πιλάφ(ι) + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.laˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λα‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπιλαφίζω (παρωχημένο)
- με τις μεταφορικές σημασίες: απομυζώ, ξεζουμίζω, ξεκοκαλίζω, αρμέγω
- πλουτίζω με άδικα μέσα, με άδικο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιλαφίζω | πιλάφιζα | θα πιλαφίζω | να πιλαφίζω | πιλαφίζοντας | |
β' ενικ. | πιλαφίζεις | πιλάφιζες | θα πιλαφίζεις | να πιλαφίζεις | πιλάφιζε | |
γ' ενικ. | πιλαφίζει | πιλάφιζε | θα πιλαφίζει | να πιλαφίζει | ||
α' πληθ. | πιλαφίζουμε | πιλαφίζαμε | θα πιλαφίζουμε | να πιλαφίζουμε | ||
β' πληθ. | πιλαφίζετε | πιλαφίζατε | θα πιλαφίζετε | να πιλαφίζετε | πιλαφίζετε | |
γ' πληθ. | πιλαφίζουν(ε) | πιλάφιζαν πιλαφίζαν(ε) |
θα πιλαφίζουν(ε) | να πιλαφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιλάφισα | θα πιλαφίσω | να πιλαφίσω | πιλαφίσει | ||
β' ενικ. | πιλάφισες | θα πιλαφίσεις | να πιλαφίσεις | πιλάφισε | ||
γ' ενικ. | πιλάφισε | θα πιλαφίσει | να πιλαφίσει | |||
α' πληθ. | πιλαφίσαμε | θα πιλαφίσουμε | να πιλαφίσουμε | |||
β' πληθ. | πιλαφίσατε | θα πιλαφίσετε | να πιλαφίσετε | πιλαφίστε | ||
γ' πληθ. | πιλάφισαν πιλαφίσαν(ε) |
θα πιλαφίσουν(ε) | να πιλαφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιλαφίσει | είχα πιλαφίσει | θα έχω πιλαφίσει | να έχω πιλαφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιλαφίσει | είχες πιλαφίσει | θα έχεις πιλαφίσει | να έχεις πιλαφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιλαφίσει | είχε πιλαφίσει | θα έχει πιλαφίσει | να έχει πιλαφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιλαφίσει | είχαμε πιλαφίσει | θα έχουμε πιλαφίσει | να έχουμε πιλαφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιλαφίσει | είχατε πιλαφίσει | θα έχετε πιλαφίσει | να έχετε πιλαφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιλαφίσει | είχαν πιλαφίσει | θα έχουν πιλαφίσει | να έχουν πιλαφίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιλαφίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σσ. 105-106, 177, 220-221, 252.