Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιλαφίζω < πιλάφ(ι) + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.laˈfi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐λα‐φί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

πιλαφίζω (παρωχημένο)

  1. με τις μεταφορικές σημασίες: απομυζώ, ξεζουμίζω, ξεκοκαλίζω, αρμέγω
  2. πλουτίζω με άδικα μέσα, με άδικο τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία