ξεκοκαλίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ξεκοκαλίζω
- αφαιρώ τα κόκαλα από ένα κομμάτι κρέας
- τρώω όλο το ψαχνό από ένα κομμάτι κρέας και αφήνω μόνο τα κόκαλα
- (μεταφορικά) ξοδεύω ολοκληρωτικά
- ξεκοκάλισε όλη την πατρική περιουσία και έμεινε στο τέλος άφραγκος
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκοκαλίζω | ξεκοκάλιζα | θα ξεκοκαλίζω | να ξεκοκαλίζω | ξεκοκαλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεκοκαλίζεις | ξεκοκάλιζες | θα ξεκοκαλίζεις | να ξεκοκαλίζεις | ξεκοκάλιζε | |
γ' ενικ. | ξεκοκαλίζει | ξεκοκάλιζε | θα ξεκοκαλίζει | να ξεκοκαλίζει | ||
α' πληθ. | ξεκοκαλίζουμε | ξεκοκαλίζαμε | θα ξεκοκαλίζουμε | να ξεκοκαλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκοκαλίζετε | ξεκοκαλίζατε | θα ξεκοκαλίζετε | να ξεκοκαλίζετε | ξεκοκαλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεκοκαλίζουν(ε) | ξεκοκάλιζαν ξεκοκαλίζαν(ε) |
θα ξεκοκαλίζουν(ε) | να ξεκοκαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκοκάλισα | θα ξεκοκαλίσω | να ξεκοκαλίσω | ξεκοκαλίσει | ||
β' ενικ. | ξεκοκάλισες | θα ξεκοκαλίσεις | να ξεκοκαλίσεις | ξεκοκάλισε | ||
γ' ενικ. | ξεκοκάλισε | θα ξεκοκαλίσει | να ξεκοκαλίσει | |||
α' πληθ. | ξεκοκαλίσαμε | θα ξεκοκαλίσουμε | να ξεκοκαλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκοκαλίσατε | θα ξεκοκαλίσετε | να ξεκοκαλίσετε | ξεκοκαλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεκοκάλισαν ξεκοκαλίσαν(ε) |
θα ξεκοκαλίσουν(ε) | να ξεκοκαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκοκαλίσει | είχα ξεκοκαλίσει | θα έχω ξεκοκαλίσει | να έχω ξεκοκαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκοκαλίσει | είχες ξεκοκαλίσει | θα έχεις ξεκοκαλίσει | να έχεις ξεκοκαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκοκαλίσει | είχε ξεκοκαλίσει | θα έχει ξεκοκαλίσει | να έχει ξεκοκαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκοκαλίσει | είχαμε ξεκοκαλίσει | θα έχουμε ξεκοκαλίσει | να έχουμε ξεκοκαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκοκαλίσει | είχατε ξεκοκαλίσει | θα έχετε ξεκοκαλίσει | να έχετε ξεκοκαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκοκαλίσει | είχαν ξεκοκαλίσει | θα έχουν ξεκοκαλίσει | να έχουν ξεκοκαλίσει |
|