Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ξεκοκαλίζοντας ένα κοτόπουλο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκοκαλίζω < ξε- + κόκαλο + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκοκαλίζω

  1. αφαιρώ τα κόκαλα από ένα κομμάτι κρέας
  2. τρώω όλο το ψαχνό από ένα κομμάτι κρέας και αφήνω μόνο τα κόκαλα
  3. (μεταφορικά) ξοδεύω ολοκληρωτικά
    ξεκοκάλισε όλη την πατρική περιουσία και έμεινε στο τέλος άφραγκος

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία