↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυδοπίλαφο τα μυδοπίλαφα
      γενική του μυδοπίλαφου των μυδοπίλαφων
    αιτιατική το μυδοπίλαφο τα μυδοπίλαφα
     κλητική μυδοπίλαφο μυδοπίλαφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυδοπίλαφο < μύδ(ι) + -ο- + πιλάφ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ðoˈpi.la.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐δο‐πί‐λα‐φο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυδοπίλαφο θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μυδοπίλαφοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)