Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυδοπίλαφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μυδοπίλαφ
ο
τα
μυδοπίλαφ
α
γενική
του
μυδοπίλαφ
ου
των
μυδοπίλαφ
ων
αιτιατική
το
μυδοπίλαφ
ο
τα
μυδοπίλαφ
α
κλητική
μυδοπίλαφ
ο
μυδοπίλαφ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυδοπίλαφο
<
μύδι
+
-ο-
+
πιλάφι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυδοπίλαφο
θηλυκό
(
γαστρονομία
)
πιλάφι
με
μύδια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μύδι
και
πιλάφι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μυδοπίλαφο