Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατζέμ πιλάφι τα ατζέμ πιλάφια
      γενική του ατζέμ πιλαφιού των ατζέμ πιλαφιών
    αιτιατική το ατζέμ πιλάφι τα ατζέμ πιλάφια
     κλητική ατζέμ πιλάφι ατζέμ πιλάφια
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατζέμ πιλάφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική acem (ατζέμ, περσικό) pilav (πιλάφι), κυριολεκτικά, περσικό πιλάφι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈd͡zem piˈla.fi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ατζέμ πιλάφι ουδέτερο

  • (γαστρονομία) πιλάφι μαγειρεμένο σε ζωμό κρέατος
    ※  Κατά λέξη, το ατζέμ πιλάφι είναι αυτό που φτιάχνεται με τον περσικό τρόπο, αφού Ατζέμ (Acem) έλεγαν παλιά οι Τούρκοι τους Πέρσες. Η συνταγή που αποτελείται από ρύζι με αρνί, μαγειρεμένο σε ζωμό κρέατος με κουκουνάρια και σταφίδες, ήταν η εκδοχή των Οθωμανών για το περσικό πιλάφι
    "Ευτυχία εξ Ανατολών" 2014.11.04. εφημερίδα Το Βήμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία