ρίμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίμα | οι | ρίμες |
γενική | της | ρίμας | των | ριμών |
αιτιατική | τη | ρίμα | τις | ρίμες |
κλητική | ρίμα | ρίμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρίμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rima < γαλλική rime < πρωτογερμανική *rīmą (υπολογισμός, αριθμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *rēy- / *rī- (μετρώ, προσθέτω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρίμα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρίμα
→ δείτε τη λέξη ομοιοκαταληξία |