Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορυζώνας οι ορυζώνες
      γενική του ορυζώνα των ορυζώνων
    αιτιατική τον ορυζώνα τους ορυζώνες
     κλητική ορυζώνα ορυζώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ορυζώνας στην Ινδονησία.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορυζώνας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀρυζών > ελληνιστική κοινή ὄρυζ(α) + -ών > -ώνας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rizière [1]
Κατ' άλλη άποψη,[2] (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὀρυζών <οριζ- ών (κατάληξη που δηλώνει μεγέθυνση, όπως ἐλαιών (ελαιώνας}, οπωρώνας (καταλήξεις ουσιαστικών περιεκτικών).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορυζώνας αρσενικό,

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ορυζώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «όρυζα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.