ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐλαιών οἱ ἐλαιῶνες
      γενική τοῦ ἐλαιῶνος τῶν ἐλαιώνων
      δοτική τῷ ἐλαιῶν τοῖς ἐλαιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐλαιῶν τοὺς ἐλαιῶνᾰς
     κλητική ! ἐλαιών ἐλαιῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλαιῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἐλαιώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐλαιών αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία