Δείτε επίσης: όρυζα, όριζα, ὄρυζον, ὁρίζον
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄρυζ αἱ ὄρυζαι
      γενική τῆς ὀρύζης τῶν ὀρυζῶν
      δοτική τῇ ὀρύζ ταῖς ὀρύζαις
    αιτιατική τὴν ὄρυζᾰν τὰς ὀρύζᾱς
     κλητική ! ὄρυζ ὄρυζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρύζ
γεν-δοτ τοῖν  ὀρύζαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄρυζα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (φυτό, τρόφιμο) το ρύζι
      1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 2, 36.3 @scaife.perseus
    χωρὶς δὲ τῶν δημητριακῶν καρπῶν φύεται κατὰ τὴν Ἰνδικὴν πολλὴ μὲν κέγχρος, ἀρδευομένη τῇ τῶν ποταμίων ναμάτων δαψιλείᾳ, πολὺ δʼ ὄσπριον καὶ διάφορον, ἔτι δʼ ὄρυζα καὶ ὁ προσαγορευόμενος βόσπορος, καὶ μετὰ ταῦτʼ ἄλλα πολλὰ τῶν πρὸς διατροφὴν χρησίμων·
    λείπει η μετάφραση
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 15.1, 13 @perseus.tufts.edu @wikisource
    ἐν μὲν οὖν τούτοις τοῖς ὄμβροις λίνον σπείρεται καὶ κέγχρος͵ πρὸς τούτοις σήσαμον ὄρυζα βόσμορον· τοῖς δὲ χειμερινοῖς καιροῖς πυροὶ κριθαὶ ὄσπρια καὶ ἄλλοι καρποὶ ἐδώδιμοι͵ ὧν ἡμεῖς ἄπειροι.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία