Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρυζάλευρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ρυζάλευρ
ο
τα
ρυζάλευρ
α
γενική
του
ρυζάλευρ
ου
των
ρυζάλευρ
ων
αιτιατική
το
ρυζάλευρ
ο
τα
ρυζάλευρ
α
κλητική
ρυζάλευρ
ο
ρυζάλευρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρυζάλευρο
<
ρύζι
+
άλευρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρυζάλευρο
ουδέτερο
(
τρόφιμο
)
αλεύρι
που έχει
παρασκευαστεί
από
ρύζι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ορυζάλευρο
/
ορυζάλευρον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρυζάλευρο
αγγλικά
:
rice flour
(en)
γαλλικά
:
farine de riz
(fr)
γερμανικά
:
Reismehl
(de)
σουηδικά
:
rismjöl
(sv)