νερόβραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανερόβραστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει βράσει σε νερό, χωρίς λάδι
- (κατ’ επέκταση) άνοστος
- (μεταφορικά) για άνθρωπο χωρίς ενεργητικότητα, ζωντάνια, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον
Συγγενικά
επεξεργασία- νερόβραστα
- → δείτε τις λέξεις νεροβράζω, νερό και βράζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νερόβραστος
|