Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νερόβραστος η νερόβραστη το νερόβραστο
      γενική του νερόβραστου της νερόβραστης του νερόβραστου
    αιτιατική τον νερόβραστο τη νερόβραστη το νερόβραστο
     κλητική νερόβραστε νερόβραστη νερόβραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νερόβραστοι οι νερόβραστες τα νερόβραστα
      γενική των νερόβραστων των νερόβραστων των νερόβραστων
    αιτιατική τους νερόβραστους τις νερόβραστες τα νερόβραστα
     κλητική νερόβραστοι νερόβραστες νερόβραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερόβραστος < νερό- + βραστός

  Επίθετο επεξεργασία

νερόβραστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει βράσει σε νερό, χωρίς λάδι
  2. (κατ’ επέκταση) άνοστος
  3. (μεταφορικά) για άνθρωπο χωρίς ενεργητικότητα, ζωντάνια, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον
     συνώνυμα: άνοστος, λαπάς

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία