Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατμόβραστος η ατμόβραστη το ατμόβραστο
      γενική του ατμόβραστου της ατμόβραστης του ατμόβραστου
    αιτιατική τον ατμόβραστο την ατμόβραστη το ατμόβραστο
     κλητική ατμόβραστε ατμόβραστη ατμόβραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατμόβραστοι οι ατμόβραστες τα ατμόβραστα
      γενική των ατμόβραστων των ατμόβραστων των ατμόβραστων
    αιτιατική τους ατμόβραστους τις ατμόβραστες τα ατμόβραστα
     κλητική ατμόβραστοι ατμόβραστες ατμόβραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμόβραστος < ατμό- + βραστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈtmo.vɾa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τμό‐βρα‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ατμόβραστος -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία