κουρκουμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουρκουμάς < (άμεσο δάνειο) ισπανική cúrcuma < αραβική كركم (kourkoum)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρκουμάς αρσενικό
- (φυτό) πολυετές ριζωματοειδές φυτό της οικογένειας των Zingiberaceae (Curcuma longa -Κουρκούμη η μακρά- ή Curcuma domestica -Κουρκούμη η οικιακή)
- μπαχαρικό σε σκόνη που βγαίνει από την τριμμένη ρίζα του παραπάνω φυτού