Δείτε επίσης: κουρκουμάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρκουτάς οι κουρκουτάδες
      γενική του κουρκουτά των κουρκουτάδων
    αιτιατική τον κουρκουτά τους κουρκουτάδες
     κλητική κουρκουτά κουρκουτάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρκουτάς < λείπει η ετυμολογία
 
κουρκουτάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουρκουτάς αρσενικό (κυπριακά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κροκοδειλάκι για διαλεκτικούς όρους

Δείτε επίσης

επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου, διαλεκτικά:

άγνωστης ετυμολογίας, μεσαιωνικό