Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
κροκοδειλάκι (2)
 
κροκοδειλάκι (4)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κροκοδειλάκι τα κροκοδειλάκια
      γενική
    αιτιατική το κροκοδειλάκι τα κροκοδειλάκια
     κλητική κροκοδειλάκι κροκοδειλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροκοδειλάκι < κροκόδειλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κροκοδειλάκι ουδέτερο

  1. μικρός σε μέγεθος ή ηλικία κροκόδειλος
  2. (ερπετό) σαύρα της ελληνικής υπαίθρου (Stellagama stellio συνώνυμο του Laudakia stellio)
     συνώνυμα: διαλεκτικά: δράκος, κασιδιάρης, κουρκούδιαλος (Κάλυμνος), κουρκουτάς (Κύπρος), κουρκούταβλος, κροκάς (Χάλκη), κορκόφιλας (Ικαρία), σκούτζικας, σκουτζίκι, [1]
  3. (συνεκδοχικά) μικρό αντικείμενο που αναπαριστά κροκόδειλο
  4. (ηλεκτρολογία) κλιπσάκι που έχει οδοντώσεις το οποίο χρησιμοποιείται για προσωρινή σύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος (από το αγγλικό: crocodile clip)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. herpetofauna.gr - Ελληνική Ερπετοπανίδα, www.herpetofauna.gr, ανάκτηση 2019-03-30