κροκοδειλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κροκοδειλάκι | τα | κροκοδειλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κροκοδειλάκι | τα | κροκοδειλάκια |
κλητική | κροκοδειλάκι | κροκοδειλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κροκοδειλάκι < κροκόδειλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροκοδειλάκι ουδέτερο
- μικρός σε μέγεθος ή ηλικία κροκόδειλος
- (ερπετό) σαύρα της ελληνικής υπαίθρου (Stellagama stellio συνώνυμο του Laudakia stellio)
- ≈ συνώνυμα: διαλεκτικά: δράκος, κασιδιάρης, κουρκούδιαλος (Κάλυμνος), κουρκουτάς (Κύπρος), κουρκούταβλος, κροκάς (Χάλκη), κορκόφιλας (Ικαρία), σκούτζικας, σκουτζίκι, [1]
- (συνεκδοχικά) μικρό αντικείμενο που αναπαριστά κροκόδειλο
- (ηλεκτρολογία) κλιπσάκι που έχει οδοντώσεις το οποίο χρησιμοποιείται για προσωρινή σύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος (από το αγγλικό: crocodile clip)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαύρα
κλιπσάκι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ herpetofauna.gr - Ελληνική Ερπετοπανίδα, www.herpetofauna.gr, ανάκτηση 2019-03-30